Επιθετική και “προβληματική” συμπεριφορά των παιδιών: Ένα εναλλακτικό βλέμμα

Δημοσιεύτηκε από | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Επιθετική και “προβληματική” συμπεριφορά των παιδιών: Ένα εναλλακτικό βλέμμα

Η επιθετικότητα είναι μια από τις «προβληματικές» συμπεριφορές, που μπορεί να εμφανίσει ένα παιδί. Γενικά, οι ονομαζόμενες «προβληματικές συμπεριφορές» των παιδιών, συνήθως έχουν τη ρίζα τους σε κακή επικοινωνία ανάμεσα στους ίδιους τους γονείς ή /και στη σχέση τους με τα παιδιά ή στην ύπαρξη βίας και έντονων συγκρούσεων μέσα στους κόλπους της οικογένειας. Αξίζει να σκεφτούμε ότι για τους περισσότερους «ειδικούς» και επιστήμονες η επιθετικότητα ενός παιδιού συνδέεται με τη θλίψη, τη στεναχώρια ή την ανασφάλεια του παιδιού, τα οποία υποβόσκουν και εκφράζονται μέσω της επιθετικότητας. Είναι πάντα πιο εύκολο να θυμώσουμε ή να «χτυπήσουμε», από το να εκφράσουμε τη θλίψη μας, να κλάψουμε, πράγμα που έχει μεγάλο συναισθηματικό κόστος! Φυσικά, πολλές από αυτές τις συμπεριφορές συνήθως έχουν παροδικό χαρακτήρα και οι οικογένειες είτε μεμονωμένα ή με παρέμβαση ειδικών κατορθώνουν να ξεπεράσουν το πρόβλημα. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η επιθετικότητα συνδέεται και με το χτύπημα των κανόνων, κάτι που ούτως ή άλλως κάνουν τα παιδιά, αλλά και με μια φυσιολογική επαναστατική διάθεση κυρίως των εφήβων.

Παρόλα αυτά, κάποιες συμπεριφορές ορίζονται στα Διαγνωστικά Εγχειρίδια Ψυχικών Διαταραχών ως «Διαταραχές Αγωγής». Μπορούμε να κάνουμε λόγο για Διαταραχές της Αγωγής (σύμφωνα πάντα με τα διαγνωστικά εγχειρίδια και την παραδοσιακή ψυχιατρική), όταν παρατηρούμε για χρονικά διαστήματα 12 ή 6 μηνών κάποιες ανησυχητικές συμπεριφορές σε παιδιά και σε εφήβους. Παράδειγμα τέτοιων συμπεριφορών είναι οι απειλές, οι εκφοβισμοί, το κλέψιμο, η εγκατάλειψη του σπιτιού (για πάνω από δύο εικοσιτετράωρα), οι βανδαλισμοί, τα σοβαρά ψέματα, η σκληρότητα και οι εμπρησμοί. Μια πιθανή εξήγηση για την εμφάνιση των παραπάνω συμπεριφορών, αντλεί από την ψυχανάλυση και αναφέρεται στην αδυναμία των παιδιών αυτών να ελέγξουν τις «ενορμήσεις» τους. Το παιδί όταν γεννιέται λειτουργεί με βάση τα ένστικτα και τις απόλυτα προσωπικές επιθυμίες και ανάγκες. Αρκετά αργότερα σχηματίζεται το λεγόμενο «υπερεγώ», το οποίο ουσιαστικά αποτελεί την κοινωνική συνείδηση, τις κοινωνικές επιταγές, τις αξίες, όλα όσα πρέπει ή δεν πρέπει να «κάνει» ένας άνθρωπος. Λέγεται λοιπόν, ότι τα επιθετικά παιδιά, και γενικά τα παιδιά με διαταραχές συμπεριφοράς, ίσως λειτουργούν ακόμη με εκείνον τον πρωταρχικό «εγωκεντρικό» τρόπο των πρώτων σταδίων της ζωής και δεν έχουν καταφέρει να ενσωματώσουν ή δεν τους βοήθησαν να ενσωματώσουν (διότι η οικογένεια και το σχολείο είναι εκείνοι οι παράγοντες, που κοινωνικοποιούν το παιδί, που του μαθαίνουν τα «πρέπει» και τα δεν «πρέπει»), αυτό που είναι η κοινωνική συνείδηση, ο «πολιτισμένος / κοινωνικός» κώδικας του πώς συμπεριφερόμαστε και πώς δεν αφήνουμε κάποια ένστικτα να εκφραστούν στη ζωή της πραγματικότητας.

Ένα δεύτερο επίπεδο προσέγγισης της επιθετικής συμπεριφοράς είναι να τη δούμε ως “σύμπτωμα”, ως συμπεριφορά που αφορά όλους στην οικογένεια και να εξετάσουμε το ρόλο της. Τα “συμπτώματα” μπορούν να θεωρηθούν και ως λύσεις σε διάφορα προβλήματα. Αυτές οι λύσεις είναι οι καλύτερες που συνειδητά ή ασυνείδητα μπόρεσε να βρει η οικογένεια για να επιλύσει ζητήματα που δυσχεραίνουν την ψυχολογία και την καθημερινότητά της. Σε αυτές τις περιπτώσεις συχνά τα παιδιά λειτουργούν ως «αλεξικέραυνα» ή ως «προστάτες» της σχέσης των γονιών τους, ακόμη και αν οι λύσεις που εφευρίσκουν (αυτόματα, μηχανικά και συνήθως ασυνείδητα) τα τοποθετούν στο ρόλο του “μαύρου (επιθετικού) πρόβατου” της οικογένειας. Κάθε παιδί από τη στιγμή που καταλαβαίνει τον εαυτό, την οικογένεια και τον κόσμο, έχει την ανάγκη να αισθάνεται ασφάλεια μέσα στην οικογένειά του. Από αυτή την ασφάλεια θα αντλήσει για να πειραματιστεί και για να τα καταφέρει σε όλες τις υπόλοιπες σχέσεις και καταστάσεις στη ζωή του. Έχει λοιπόν ανάγκη να βιώνει και να νιώθει δυο αγαπημένους γονείς αλλά και συντρόφους. Ακόμη και ένας απλός καθημερινός καβγάς μπορεί να απειλήσει, στα μάτια του μικρού παιδιού, τη σχέση των γονιών του. Πόσο συχνά δεν ακούμε τα παιδιά να λένε στους γονείς μετά από έναν καβγά των τελευταίων «μαμά θα χωρίσετε με τον μπαμπά;». Σίγουρα μικρές διαφωνίες και ανεβάσματα των τόνων υπάρχουν στις σχέσεις των μεγάλων, δίχως αυτό να θέτει σε κίνδυνο τη σχέση. Όμως τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να καταλαβαίνουν το βάθος της σχέσης των γονιών τους. Τα μικρά παιδιά κυριολεκτούν και κρίνουν από αυτά που βλέπουν, δίχως ακόμη να έχουν κατανοήσει τις εξαιρέσεις στους κανόνες, ή τα αφαιρετικά επίπεδα σκέψης. Ένα παιδί που νιώθει ότι απειλείται η σχέση των γονιών του, θα κάνει οτιδήποτε για να τραβήξει την αρνητική ενέργεια από τους γονείς και να διασφαλίσει την «υγεία» της σχέσης των γονιών. Ακόμη και αν χρειαστεί να εμφανίσει ένα σύμπτωμα, μια επιθετική συμπεριφορά. Τι γίνεται τότε; Οι γονείς σταματούν να μαλώνουν για τα προσωπικά τους θέματα και ασχολούνται με το «κακό» παιδί. Συμβουλεύονται ειδικούς, το μαλώνουν ή δεν το μαλώνουν, διαβάζουν, συζητούν. Το παιδί νιώθει πως έχει κερδίσει και πως η συμπεριφορά αυτή είναι που βοήθησε τους γονείς του. Όλη η ενέργεια στράφηκε πλέον επάνω του, οι γονείς ασχολούνται μαζί του, δεν έχουν χρόνο για προσωπικές διενέξεις, συνεργάζονται για να διορθώσουν το παιδί τους και η σχέση τους είναι ασφαλής. Τι μεγάλη θυσία!! Το παιδί έγινε το μαύρο πρόβατο, το κακό και επιθετικό παιδί, σαν το αλεξικέραυνο που τραβάει όλη την αρνητική ενέργεια επάνω του. Ποιος χρειάζεται βοήθεια στην περίπτωση αυτή; Όλοι και κανένας… πως να βοηθήσεις μια οικογένεια που τα μέλη της είναι τόσο δεμένα και θυσιάζονται για αυτή; Αλλά από την άλλη δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως τα ίδια τα μέλη περνάνε δύσκολα μέσα στους ρόλους που ανέλαβαν και χρειάζονται συναισθηματική και ψυχική υποστήριξη για να βρούνε καινούριους, πιο λειτουργικούς ρόλους μέσα στην οικογένεια.